χιλιαρχία

χιλιαρχία
η, ΝΜΑ [χιλίαρχος]
1. το αξίωμα τού χιλιαρχου
2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία τού Τζαβέλλα», Βλαχογ.
β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)
αρχ.
1. περσική στρατιωτική περιφέρεια
2. χιλιετηρίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιλιαρχία — χῑλιαρχίᾱ , χιλιαρχία office fem nom/voc/acc dual χῑλιαρχίᾱ , χιλιαρχία office fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιαρχίᾳ — χῑλιαρχίαι , χιλιαρχία office fem nom/voc pl χῑλιαρχίᾱͅ , χιλιαρχία office fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιαρχία — η στρατιωτικό σώμα από χίλιους άντρες που διοικείται από χιλίαρχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριβουνάτος — ὁ, Μ η στρατιωτική χιλιαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tribunatus (militum) «χιλιαρχία»] …   Dictionary of Greek

  • χιλιαρχίαι — χῑλιαρχίαι , χιλιαρχία office fem nom/voc pl χῑλιαρχίᾱͅ , χιλιαρχία office fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιαρχίας — χῑλιαρχίᾱς , χιλιαρχία office fem acc pl χῑλιαρχίᾱς , χιλιαρχία office fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DRUNGARIUS — praefectus DRUNGI. DRUNGUS autem Graecobarb. Δροῦγγος, globus militum, vel pars quaedam exercitus est, sub adulto Imperio vox nota Romanis, quâ tamen primitus non de suis, sed de gentium militibus usi sunt, vide Vopisc. in Probo, Veget. de re… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρναούτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Δεσφίνα Παρνασσίδας. To 1821 τάχθηκε με τον Πανουργιά και πήρε μέρος στις μάχες Σαλώνων, Γραβιάς, Αλαμάνας, Αμπλιάνης, Αράχοβας, Διστόμου, Πέτρας και Αθήνας. Το 1829 κατατάχθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • χιλιαρχώ — έω, ΜΑ [χιλίαρχος] διοικώ χιλιαρχία, είμαι χιλίαρχος («ἐχιλιάρχει γὰρ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῡ Καπίων», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • χιλιοστύς — και χιλιαστύς και χελληστύς, ύος, ἡ, Α 1. τμήμα φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., τού οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη 2. στρ. σώμα χιλίων στρατιωτών, χιλιαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό χίλιοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”